φενάκισμα

φενάκισμα
το, ΝΜΑ [φενακίζω]
φενακισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φενάκισμα — το, ατος βλ. φενακισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φενακισμάτων — φενάκισμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακίσματα — φενάκισμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνήκισμα — τὸ, Α [πηνηκίζω] (κατά τον Ησύχ.) το φενάκισμα, η απάτη …   Dictionary of Greek

  • φέναγμα — άγματος, τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) φενάκισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *φενάσσω] …   Dictionary of Greek

  • φενακισμός — φενακισμός, ο και φενάκισμα, το, ατος και φενάκιση, η απάτη, εξαπάτηση: Δικάστηκε για τους φενακισμούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”